πεντόβωλα

πεντόβωλα
και πεντόβολα, τα
1. είδος παιδιάς που παίζεται από δύο συνήθως παίκτες οι οποίοι πετάνε ψηλά πέντε μικρούς βώλους τους οποίους ξαναπιάνουν κατά την πτώση τους
2. συνεκδ. οι πέντε βώλοι με τους οποίους παίζεται το παραπάνω παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο- (βλ. πεντα-) + βώλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”